μεγαλόνους

μεγαλόνους
ους , ουν гениальный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μεγαλόνους" в других словарях:

  • μεγαλόνους — great minded masc/fem nom pl μεγαλόνους great minded masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόνους — ουν (ΑΜ μεγαλόνους, ουν, Α και μεγαλόνοος, οον) αυτός που έχει εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες, μεγαλοφυής μσν. αρχ. μεγαλόψυχος, γενναίος αρχ. αυτός που χρησιμοποιεί υψηλές εκφράσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + νοῦς (πρβλ. αγχί νους)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόνουν — μεγαλόνους great minded masc/fem acc sg μεγαλόνους great minded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόνοι — μεγαλόνους great minded masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόνοια — η (ΑM μεγαλόνοια) [μεγαλόνους] 1. εξαιρετική πνευματική κατάσταση, μεγαλοφυΐα 2. ανωτερότητα σκέψης αρχ. μεγαλοψυχία …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • ՄԵԾԱՄԻՏ — (մտի, տաց.) NBH 2 0238 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 12c, 13c ա. ὐψιλοκάρδιος elatus corde μεγαλόφρων magna sentiens, altum sapiens μεγαλόψυχος magnanimus. եւ առաւել ըստ հյ. μεγαλόνους, νοῦς μέγας mens vel sensus… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • μεγαλόνοα — μεγαλόνοος great minded neut nom/voc/acc pl μεγαλόνους great minded neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόνοοι — μεγαλόνοος great minded masc/fem nom/voc pl μεγαλόνους great minded masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»